Φιντεϊσμός και γνωστική ασυμφωνία: Η ψυχοσυναισθηματική καθήλωση των θεοσεβών

Γράφει ο Πέτρος Παπαγεωργίου*

Οι πιο πολλοί πιστοί σήμερα ερμηνεύουν χαλαρά τους κανόνες της θρησκείας τους γιατί μια κατά γράμμα εφαρμογή τους προφανώς δεν θα τους επέτρεπε να ζουν αρμονικά μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Γίνονται δηλαδή σε κάποιο βαθμό ΑΠΙΣΤΟΙ, παραμένοντας, όμως, και σε κάποιο βαθμό πιστοί. Από ΒΟΛΕΜΑ. Από αποφυγή ή συνειδητή παραμέληση να αναθεωρήσουν και να επανατακτοποιήσουν τις πεποιθήσεις τους με βάση τη γνώση του κόσμου που έχουν αποκτήσει. ΑΠΙΣΤΟΥΝ άρα και προς τις γνώσεις τους και προς την πίστη τους. Είναι ανειλικρινείς προς εαυτούς και υποκριτές προς τους άλλους.

Πρόκειται για μια ανέντιμη υπεκφυγή. Κάπου στη μέση, προδίδουν εξ ίσου τη λογική τους και την πίστη τους. Παρά το ότι ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ότι η πραγματικότητα δεν περιλαμβάνει μη φυσικές αλληλεπιδράσεις ούτε εμφανίζει υπερφυσικές παρεμβολές στη ΦΥΣΙΚΗ λειτουργία του κόσμου, επιμένουν να διατηρούν αναμμένο ένα καντηλάκι κρυφής κι ανομολόγητης πίστης ότι μπορεί και να μην είναι απόλυτα έτσι, και ότι μπορεί κάποια «ανώτερη δύναμη» - ανώτερη της φυσικής πραγματικότητας - να υπάρχει και να είναι και επικοινωνήσιμη. Με όποια ελπίδα μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Γιατί το κάνουν;

Την καλύτερη, την τιμιότερη περίπτωση, την αποδίδει ένας όρος όχι αντίστοιχα γνωστός προς το αληθινά μέγα πλήθος των πιστών που την εκφράζουν: Ο φιντεϊσμός. Αφορά την πίστη σε κάτι με την ειλικρινή παραδοχή ότι αυτή οφείλεται σε συναισθηματικές ανάγκες και όχι σε αντικειμενική τεκμηρίωση. Οι φιντεϊστές δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν επιχειρήματα που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του όποιου θεού τους. Πιστεύουν απλώς γιατί «έτσι τους αρέσει». Γιατί «τους κάνει καλό». Δηλώνουν δηλαδή ότι πρόκειται για μια ΕΜΜΟΝΗ για ψυχοσυναισθηματική τους χρήση, όχι γιατί μπορούν να την υποστηρίξουν αντικειμενικά. Το ξεκαθάρισμα αυτό τους απελευθερώνει από το βάσανο της κόντρας μεταξύ πίστης και λογικής.

Οι υπόλοιποι, όμως, έχουν να αντιμετωπίσουν την εσωτερική αντίφαση που τους προξενεί, καθώς μεγαλώνουν και μορφώνονται, η συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας επιχειρημάτων για στήριξη της βαθειά ριζωμένης από τα μικράτα τους πίστης. Η επιστήμη της Ψυχιατρικής και η Ψυχολογία, Κλινική και Κοινωνική, περιγράφουν/αναλύουν τη θρησκευτική πίστη, όταν διατηρείται στον σύγχρονο πληροφορημένο άνθρωπο, σαν μια ψυχοσυναισθηματική εξελικτική καθήλωση, μια νεύρωση.

Αυτή συνίσταται σε ισχυρές εμμονικές πεποιθήσεις, ψυχαναγκαστικού τύπου και μαγικής αιτιότητας, διαμορφωμένες κατά την παιδική προ-λογική ηλικία (βλ. σχετικά Θεωρία Κοινωνικής Μάθησης, Κατήχηση) από τις διδαχές των μεγάλων που σχετίζονται με τον φόβο, τον διαχωρισμό του καλού από το κακό, του αποδεκτού από το κολάσιμο. Και σε μύθους για τους φανταστικούς ήρωες που συνδέονται και δρουν σ’ αυτές τις καταστάσεις. Με επικεφαλής τους τον Θεό. Ως τον παντοδύναμο προστάτη και εκπρόσωπο του καλού· σύμβουλο, αλλά και ελεγκτή και δικαστή για την εφαρμογή του.

Αρκετά σπάνια αυτές οι πεποιθήσεις διαλύονται μαλακά και ασυναίσθητα από την, υπό ευνοϊκές συνθήκες μάθησης, βαθμιαία επικράτηση της λογικής και της γνώσης κατά τα στάδια της ενηλικίωσης. Τότε το άτομο δεν δυσκολεύεται να διορθώσει τις παλιές πεποιθήσεις του σύμφωνα με την αποκτούμενη γνώση. Συνηθέστερα αυτή η μεταστροφή επέρχεται με δυσκολίες και μετά από εσωτερικές συγκρούσεις που προκαλεί η γνωστική ασυμφωνία των παλιών πεποιθήσεων με νέα δεδομένα που διαφοροποιούν την αντίληψη του ατόμου. Πολλές φορές, όμως, η μεταστροφή δεν συντελείται καν, είτε επειδή οι συνθήκες μάθησης δεν την ευνόησαν ειδικά, είτε επειδή οι εμμονικές πεποιθήσεις είναι «βαθειά ριζωμένες».

Τότε η γνώση που τις αντιστρατεύεται φέρνει ψυχολογικό πρόβλημα· μια δύσκολη συναισθηματική και νοητική κατάσταση εσωτερικών συγκρούσεων που ονομάζεται γνωστική ασυμφωνία. Κι επειδή δεν γίνεται να απορριφθεί η γνώση – ιδίως από τους επαγγελματίες της – γίνεται ένας περίεργος συμβιβασμός, μια εκεχειρία αορίστου χρόνου, ανάμεσα στο βαθύ Εγώ και στη Γνώση. Που συνίσταται στο να κάνουν πως αγνοούν την αντίθεσή τους και πως «συνυπάρχουν» αρμονικά. Ο επιστήμονας-πιστός λοιπόν χρησιμοποιεί λογικά τη γνώση, αλλά ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΕΙ στο βαθύτερο Εγώ του. Ακόμα κι αν ο ίδιος νομίζει ότι η γνώση τον έχει αναμορφώσει, εκείνες οι παλιές πεποιθήσεις υποσυνείδητα και ασυνείδητα επηρεάζουν τη μνήμη, τις σκέψεις, την κρίση του, τη συμπεριφορά του.

Στους μη επιστήμονες και σε αυτούς που δεν νοιώθουν κάποιο καταλυτικό σεβασμό προς τη γνώση, η έλευση νέας γνώσης που δείχνει να διαψεύδει την πίστη τους προκαλεί μια ισχυρή αυθόρμητη αντίδραση εχθρικά απορριπτική προς αυτή τη γνώση και μια συσπείρωση εμμονής και ισχυροποίησης της δοξασίας τους σε πείσμα κάθε λογικής. Ο κίνδυνος της διάψευσης και της, κατά συνέπεια, ανάγκης αλλαγής σκεπτικού και συμπεριφοράς τους, προκαλεί τόσο μεγάλη δυσφορία, ώστε διεγείρεται ένας αμυντικός μηχανισμός που παραγνωρίζει τη λογική προκειμένου να ενισχύσει και έτσι να διατηρήσει απείραχτο το σύνολο των δοξασιών τους. Θυμώνουν.

Το Εγώ τους δεν αντέχει την απαίτηση της μάθησης για αποδοχή της πραγματικότητας και αντίστοιχη προσαρμογή και για να μετριάσει το άγχος και την ένταση της πρόκλησης, κινητοποιεί αυτόματα και ασυνείδητα άμυνες διατήρησης του κατεστημένου του, του βολέματός του. Κλείνεται σ’ αυτό, αρνείται να δει, να ακούσει, να διαλεχτεί, να καταλάβει. Και αυτό οδηγεί στην υιοθέτηση μιας στάσης που αντιμετωπίζει την επιστήμη σαν ένα «επίγειο» μηχανιστικό εργαλείο αντίληψης, μέτρησης, μελέτης και εκμετάλλευσης του φυσικού κόσμου· κι ως εκεί· θεωρώντας ωστόσο ότι η επιστήμη και οι μέθοδοί της, όσο κι αν εξελιχθούν δεν θα είναι ποτέ ικανές και αρμόδιες να ανταποκριθούν στις πνευματικές/ψυχικές αναζητήσεις και ανάγκες του ανθρώπου. Αυτό το σιγοντάρει επίμονα η εκκλησία για να διατηρεί τους αιχμαλώτους της υπό έλεγχο.

Χρειάζεται να αναπτύξει η επιστήμη της Ψυχολογίας ένα πεδίο μελέτης και εφαρμογής για ζητήματα ανάρρωσης από τη θρησκεία και την πίστη.

*Ο Πέτρος Παπαγεωργίου είναι συγγραφέας του βιβλίου Φυσιοκράτης ή δεισιδαίμων.

Σχόλια

  1. Φωταγωγός της ζωής μας είναι η πίστη.
    Άδηλος αναπνοή της ψυχής μας είναι η πίστη.
    Η μόνη ελπίδα να μην είναι σκηνοθεσία η ζωή μας, είναι ο Χριστός.
    Ένας γνήσιος άνθρωπος είναι βαθιά απελπισμένος, αν δεν πιστεύει στο Θεό.
    Η απάντηση σ’ όλα αυτά που σε τρομάζουν, είναι ο Χριστός.
    Η μόνη ελπίδα να μην είναι σκηνοθεσία η ζωή μας, είναι ο Χριστός.
    Μια κακόγουστη φάρσα είναι η ζωή μας, αν δεν υπάρχει άλλη ζωή.
    Ο λόγος, αν δεν οδηγεί στο Λόγο, οδηγεί στο παράλογο.
    Επειδή δε θέλω να συμβιβαστώ με το παράλογο, γι’ αυτό πιστεύω στο Θεό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νομίσαμε, σε κάποια στιγμή, πως μπορούμε να σταθούμε μόνοι στα πόδια μας και δεν έχουμε ανάγκη από το Θεό. Τι πλάνη!
    Προσπαθούν να μας πείσουν ότι είμαστε θεοί, και δεν έχουμε ανάγκη από το Θεό. Υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα;
    -Έχεις ένα σωρό λόγους να μην πιστεύεις στο Θεό. Γιατί πιστεύεις;
    -Πιστεύω στο Θεό γιατί δεν έχω, τίποτα άλλο να κάνω. Η πραγματικότητα δε μου αφήνει καμιά άλλη επιλογή, εκτός από την πίστη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Υπάρχουν ονόματα που στέκουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι της ζωής μας και ονόματα που στέκουν σαν ήλιος. Ο μοναδικός ήλιος της ζωής μας είναι ο Χριστός. Οι φωτοσβέστες, όσο και να προσπαθούν να τον σβήσουν, δε θα τα καταφέρουν. Ύβρις για σας ο Χριστός, καύχημα για μας! Μωρία για σας ο Χριστός, σοφία για μας! Απώλεια για σας ο Χριστός, σωτηρία για μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. «Ὅταν κάποιος παύσει νὰ πιστεύει στὸ Θεὸ, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν πιστεύει, ἀλλὰ ὅτι πιστεύει σὲ ὁτιδήποτε»
    (Γ. Τσέστερσον)
    Αντικατέστησες το Θεό με έναν άλλο θεό. Άθεος πάντως δεν είσαι. Μη βαυκαλίζεσαι!
    Αν ο Θεός δεν ικανοποιεί το λογικό σου, είναι γιατί αντικαταστάθηκε από κάποιο άλλο θεό. Άθεος πάντως δεν είσαι. Μη βαυκαλίζεσαι!
    Η μόνη δυνατή αναφορά που μπορεί να γίνει επί της γης, σε Θεό, είναι στο πρόσωπό μου. Ποιος άλλος, εκτός από μένα, τόλμησε, να είναι Θεός;
    Ένα φάντασμα του εαυτού τους είναι για πολλούς ο Θεός. Ειδικά για τους άθεους. Αυτό προσκυνούν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου