Η ιστορία του οξυγόνου είναι μια εξαιρετική περιπτωσιακή μελέτη της εξέλιξης της επιστημονικής μεθόδου και των θεωριών που προκύπτουν από αυτή, αφού μας δείχνει τη μετάβαση από την αλχημεία - που δεν κατάφερε ποτέ να εξηγήσει τη φύση της ύλης και των μετασχηματισμών της - στην επιστήμη της χημείας, καθώς και από τη λανθασμένη Θεωρία του Φλογιστού στη Θεωρία του Λαβουαζιέ, με την πρώτη σωστή εξήγηση για το πως λειτουργεί η καύση, μετά από τη διεξαγωγή των πρώτων ποσοτικών πειραμάτων οξείδωσης.
Η συμβολή του Antoine Lavoisier (Αντουάν Λαβουαζιέ) στην επιστημονική κατανόηση του τι κάνει το οξυγόνο είναι αναμφισβήτητη. Γεννημένος στις 26 Αυγούστου 1743 θεωρείται ο «πατέρας» της σύγχρονης χημείας, σύμφωνα με τις βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου του Μισούρι. Ο Λαβουαζιέ συνήθιζε να πραγματοποιεί διάφορα πειράματα στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι η Θεωρία του Φλογιστού ήταν λανθασμένη και ότι η ουσία που είχαν ανακαλύψει προηγουμένως οι συνάδελφοί του Καρλ Βίλχελμ Σέελε (Carl Wilhelm Scheele) και Τζόζεφ Πρίστλι (Joseph Priestley) ήταν ένα νέο χημικό στοιχείο.
Για παράδειγμα ο βρετανός χημικός Joseph Priestley απομόνωσε για πρώτη φορά το οξυγόνο το 1774, ενώ μελετούσε τον αέρα. Το αποκάλεσε, όμως, «αποφλογισμένο ή αποφλογιστικό αέρα», επειδή σκέφτηκε ότι ήταν «καθαρός αέρας» που δεν είχε φλογιστό, στοιχείο που οι επιστήμονες του 18ου αιώνα πίστευαν ότι παράγεται από κάτι που καίγεται, αλλά υπήρχε επίσης στον φυσιολογικό αέρα.
Ο Λαβουαζιέ, σε ένα πείραμα, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε συνολική αύξηση του βάρους, όταν ο κασσίτερος και ο αέρας θερμαίνονται σε κλειστό δοχείο. Πρόσεξε επίσης ότι ο αέρας έμπαινε ορμητικά μέσα όταν άνοιγε το δοχείο, πράγμα που σήμαινε ότι μέρος του αέρα μέσα στο δοχείο είχε καταναλωθεί. Σημείωσε επίσης ότι το βάρος του κασσιτέρου είχε αυξηθεί και ότι η αύξηση αυτή ήταν η ίδια με το βάρος του αέρα που μπήκε στο δοχείο.
Αυτό και άλλα πειράματα καύσης καταγράφηκαν στο βιβλίο του Sur la combustion en général, που δημοσιεύθηκε το 1777. Στο βιβλίο αυτό, ο Λαβουαζιέ, απέδειξε ότι ο αέρας είναι ένα μίγμα δύο αερίων: του «ζωτικού αέρα», ο οποίος είναι απαραίτητος για την καύση και την αναπνοή, και του «αζώτου», (από την ελληνική λέξη άζωτο: α- στερητικό + ζωή), το οποίο δεν είναι απαραίτητο.
Ο Λαβουαζιέ μετονόμασε τον ζωτικό αέρα σε «oxygène» το 1777 από τις ελληνικές λέξεις «ὀξύς» (oxys) και «-γενής» (-genēs) επειδή νόμιζε λανθασμένα ότι το οξυγόνο ήταν συστατικό όλων των οξέων. Όπως σημείωσε ο Χάμφρι Ντέιβι το 1812, οι χημικοί γρήγορα διαπίστωσαν ότι ο Λαβουαζιέ έκανε λάθος σε αυτή την παρατήρησή του για τα οξέα, αλλά ήταν πλέον αργά διότι το όνομα είχε ήδη δοθεί.
Ο Λαβουαζιέ ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που συσχέτισαν τη χημεία με την επιστήμη των σωμάτων, τη φυσιολογία και τη μελέτη αυτού που ονομάζουμε σήμερα μεταβολισμό και αναπνοή. Μία από τις πιο αξιοσημείωτες αποδείξεις ότι τα σώματα υποβλήθηκαν σε κάποιες από τις ίδιες διαδικασίες με τον κόσμο γύρω τους, ήταν η στιγμή που πάγωσε ένα ινδικό χοιρίδιο.
«Η ζωή στη Γη ξεκίνησε όταν η χημεία έγινε βιολογία» - Lawrence Krauss
Τέλος, παρόμοιες πάλαι ποτέ επιστημονικές θεωρίες που καταρρίφθηκαν, όπως του Φλογιστού, ή μη επιστημονικές - θεολογικές - θεωρίες που εξακολουθούν να γίνονται πιστευτές μέχρι τις μέρες μας είναι:
Οι Θεωρίες Συνομωσίας που αφορούν τους αεροψεκασμούς, τους εμβολιασμούς και την κλιματική αλλαγή, μεταξύ άλλων.
Πηγές:
Βικιπαίδεια, «Οξυγόνο» και «Η Ιστορία της Χημείας»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου